ΠΟΛΙΟΧΝΗ

Ένας από τους σπουδαιότερους οικισμούς του Αιγαιακού χώρου κατά την 3η χιλιετία π.Χ.

Βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Λήμνου, πάνω σε επίμηκες ύψωμα που προστατεύεται από τον όρμο του Βρόσκοπου.

Περιβάλλεται από τους ποταμούς Αυλάκι στα δυτικά και Στενουδιακό στα βόρεια.

Η Πολιόχνη θεωρείται ως ένα από τα μεγάλα πρωτοαστικά κέντρα της πρώιμης εποχής του Χαλκού και οφείλει την ανάπτυξή της στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε στη διακίνηση του διαμετακομιστικού εμπορίου με τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και τα νησιά των Κυκλάδων.

Οι οικοδομικές φάσεις του προϊστορικού οικισμού της Πολιόχνης καλύπτουν χωρίς διακοπή όλη την 3η χιλιετία π.Χ.

Η πόλη της κίτρινης περιόδου καταστρέφεται από φυσικά αίτια, ίσως σεισμό, στο τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Η πόλη εγκαταλείφθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και επαναδραστηριοποιήθηκε, αλλά σποραδικά, κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. Σήμερα αποτελεί έναν πλήρη οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο, μετά από τις επεμβάσεις του 1994.

ΚΑΒΕΙΡΙΟ

Το Καβείριο ή Ιερό των Καβείρων είναι αρχαιολογικός τόπος στη Λήμνο. Οι σύγχρονοι κάτοικοι του νησιού τον ονομάζουν Καβείρια (τα). Ανακαλύφθηκε από τον L. Bernarbo Brea στο ακρωτήριο της Χλόης στην περιοχή της Ηφαιστείας και ανασκάφθηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας στα χρόνια 1937-39. Από το 1982 συνεχίζονται οι ανασκαφές και οι έρευνες.

Το ιερό προστατευόταν από την ξηρά από ένα μακρύ τείχος στην κορυφή του λόφου που το έκρυβε από τα βλέμματα των αμύητων. Τα κύρια κτίσματα του ιερού ήταν μεγάλες αίθουσες μυήσεως (τελεστήρια) μέσα στις οποίες φανερωνόταν στους μύστες τα “ιερά”. Τα ερείπιά τους σώζονται σε δύο πλατώματα, στηριγμένα στη απότομη πλαγιά προς τη θάλασσα από αναλήμματα.

Στο βόρειo πλάτωμα σώζονται τα ερείπια ενός μεγάλου ελληνιστικού τελεστηρίου. Η αίθουσα των μυήσεων με τα “άδυτα” στο βάθος, χωριζόταν σε τρία κλίτη, από δύο σειρές τεσσάρων ιωνικών κιόνων, στα επιστήλια των οποίων υπήρχε μία πήλινη σίμη.

Κάτω από τα θεμέλια του υστερορωμαϊκού τελεστηρίου έχουν ανακαλυφθεί υπολείμματα προηγουμένων φάσεων μέχρι της εποχής της ίδρυσης του ιερού μεταξύ 8ου και 7ου αιώνα π.Χ. Στην κλασική και ελληνιστική φάση ανήκει ένας πλούσιος αποθέτης προσφορών, λύχνοι για τις νυκτερινές τελετές, κάνθαροι, σκύφοι, “πυξίδες”, κεραμεική για τα ιερά συμπόσια.

ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ

Η Ηφαιστία αποτελούσε την έδρα της αρχαιοελληνικής θρησκείας στο νησί.

Προστάτης της πόλης ήταν ο θεός Ηφαιστος, στον οποίο οφείλει το όνομά της.

Σημαντικό λιμάνι, κτισμένη από τους Πελασγούς πάνω σε μία χερσόνησο που βρέχεται γύρω-γύρω από θάλασσα σχηματίζοντας δύο φυσικά λιμάνια.

Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα ιερό αφιερωμένο στη Μεγάλη Θεά Λήμνο, νεκροπόλεις, λουτρά, ένα μεγάλο οικοδόμημα – ανάκτορο, το οποίο μάλλον ήταν ο λαβύρινθος της Λήμνου που αναφέρει ο Πλίνιος, πηγάδια και θέατρο της ελληνιστικής περιόδου.

Η Ηφαιστία αποτελούσε την έδρα της αρχαιοελληνικής θρησκείας στο νησί. Προστάτης της πόλης ήταν ο θεός Ηφαιστος, στον οποίο οφείλει το όνομά της. Σημαντικό λιμάνι, κτισμένη από τους Πελασγούς πάνω σε μία χερσόνησο που βρέχεται γύρω-γύρω από θάλασσα σχηματίζοντας δύο φυσικά λιμάνια.

Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα ιερό αφιερωμένο στη Μεγάλη Θεά Λήμνο, νεκροπόλεις, λουτρά, ένα μεγάλο οικοδόμημα – ανάκτορο, το οποίο μάλλον ήταν ο λαβύρινθος της Λήμνου που αναφέρει ο Πλίνιος, πηγάδια και θέατρο της ελληνιστικής περιόδου.

Βρέθηκαν επίσης πολλά όπλα, χρυσά αντικείμενα, πήλινα ειδώλια και αγγεία τοπικής τεχνοτροπίας. Τα αντικείμενα που βρέθηκαν μαρτυρούν τις εμπορικές σχέσεις της πόλης με τα νησιά του Αιγαίου και με περιοχές της Μακεδονίας. Αγγεία πρωτοκορινθιακά και αττικά, μελανόμορφα, μιλούν για τις σχέσεις της πόλης με την ηπειρωτική Ελλάδα.

ΚΟΥΚΟΝΗΣΙ

Το Κουκονήσι ή Νησάκι, όπως το αποκαλούν συνήθως οι Μουδρινοί, είναι μια μικρή ωοειδής νησίδα που βρίσκεται ΒΑ του Μούδρου με έκταση 140 στρέμματα περίπου και υψόμετρο 10 μ. Από την απέναντι ακτή το χωρίζει μια αβαθής θαλάσσια στενωπός πλάτους 400 μέτρων περίπου, η οποία συχνά αποξηραίνεται δημιουργώντας μια μικρή λασπώδη χερσόνησο.

Από τις ως τώρα ανασκαφές προκύπτει ότι στο Κουκονήσι αναπτύχθηκε ένας ακμαίος οικισμός με μακραίωνη, συνεχή κατοίκηση από την Πρώιμη ως την Ύστερη Χαλκοκρατία. Σ’ αυτό έχει εντοπιστεί και μυκηναϊκή παρουσία, κάτι που αποδεικνύει την εγκατάσταση ελληνικών φύλων στη Λήμνο. Επίσης, έχουν εντοπιστεί αγγεία της μεσοχαλκούς περιόδου προερχόμενα από την ηπειρωτική Ελλάδα, μάλλον από τη Θεσσαλία, γεγονός που αποδεικνύει επαφές με το πρωτοελληνικό φύλο των Μινύων επα-ληθεύοντας σχετικούς μύθους.

Οι ενδείξεις ύπαρξης αποχετευτικού συστήματος και οχυρωματικού τείχους στη βόρεια πλευρά του μικρού νησιού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και στο Κουκονήσι έχουμε μια οργανωμένη κοινωνία, παρόμοια της Πολιόχνης και της Μύρινας. Η ύπαρξη τείχους υποδηλώνει, ενδεχομένως, την ανάγκη προστασίας από τις άλλες πόλεις του νησιού, κάτι που σημαίνει ότι δεν είχαν πάντα αρμονικές σχέσεις μεταξύ τους.

Πέρα από την αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα των κατοίκων του, τα ευρήματα μαρτυρούν ότι στο Κουκονήσι είχε αναπτυχθεί οικοτεχνική και βιοτεχνική δραστηριότητα, όπως κατεργασία μαλλιού, υφαντουργία, βαφή υφασμάτων, λιθοτεχνία, αγγειοπλαστική και χαλκοτεχνία. Οι κάτοικοί του είχαν εμπορικές επαφές με τις Κυκλάδες, τη μινωική Κρήτη, τη Θεσσαλία και άλλες περιοχές, όπως αποδεικνύεται από σταθμά μικρασιατικού αλλά και νοτιοαιγαιακού τύπου που έχουν βρεθεί.